O Hπειρωτικός Σύλλογος Πειραιά, παρουσίασε το βιβλίο του Ηπειρώτη συγγραφέα Χρόνη Βαζάκα ''Αφηγήματα παιδικής διαδρομής''
Αρκετές φορές παρουσίασα βιβλία, που τα είχαν γράψει άλλοι... Σήμερα όμως, νομίζω, ότι το βιβλίο αυτό το έγραψα κι' εγώ ... ίσως το γράψαμε όλοι εμείς που ματώσαμε τα γόνατα μας στις πέτρες της μικρής αυτής πατρίδας και σκουπίσαμε τα δάκρυα μας με χέρια γεμάτα σκόνη και χώμα απ' το μικρό αυτό «αλωνάκι» τον τόπο μας.Συνήθως για να γνωρίσεις ένα βιβλίο πρέπει να σε γοητεύσει το εξώφυλλο, να σε προκαλέσει να το ξεφυλλίσεις.
Κι’ εδώ το εξώφυλλο πετυχαίνει αυτή την πρόκληση και τη σύνδεση με το περιεχόμενο.
Μια εικόνα, μια εξώπορτα ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου και μια φωτογραφία : ο μικρός χρόνης στην αγκαλιά της μάνας του, Γιάννενα 1932.
Τίτλος : αφηγήματα παιδικής διαδρομής.
Ο συγγραφέας - αφηγητής ένα παιδί, παιδί της κατοχής, ένα παιδί σαν τον Μέλλιο του Μ.Λουντέμη, που μετράει τα’ άστρα. Είχε καταφέρει, λέει ο Λουντέμης, όλη νύκτα να μετρήσει τ' άστρα. Να τα μετρήσει όλα ένα-ένα και τα βρήκε σωστά ...
Έτσι και ο δικός μας Μέλλιος, Xρόνης μετράει σ’ ένα χωριό, σε μια μικρή πατρίδα ανάμεσα στο Ρίζό, στη Βρυσούλα και στον Αη-Γιάννη τα δικά του άστρα και τα βρήκε σωστά.
Στον πρόλογο ο ίδιος ο αφηγητής αριστοτεχνικά, λιτά και δυνατά αιτιολογεί την συγγραφή του.
«Ένα πρόβλημα υγείας με καθήλωσε στο σπίτι....
Εκεί ήλθαν οι αναμνήσεις ολοζώντανες, η μάνα μου που χάθηκε νωρίς, οι παππούδες, οι γιαγιάδες μου, οι παιδικοί μου φίλοι... όλα τα στοιχεία της ζωής μου. Ένιωσα λοιπόν τη δική τους απαίτηση ..
Ξέρετε πολλές φορές η κυτταρική μνήμη των συναισθημάτων εξωτερικεύεται με τη μορφή της εξομολόγησης, της εξωτερίκευσης των αναμνήσεων, της ανάγκης μετάγγισης των συναισθημάτων ή όπως λέει και ο ποιητής μας Γ. Σεφέρης «σε ώρες που δε βαστάς, θέλεις να μιλήσεις σε φίλο για πράγματα που δύσκολα ομολογείς ...»
Το βιβλίο αποτελείται από 4 κεφάλαια.
Στο 1° κεφ. Αναφέρεται στη Μαρίκα της Μανίτσας, στις Μπουφιάρες της θείας Βασίλως, στον Κίτσο, το άλογο. Αλλωστε ο ίδιος στον πρόλογο του αναφέρει ότι οι αναμνήσεις απορρέουν και ακουμπούν και στα ζώα που μας συντρόφευαν, σύσσωμη η φύση στη διαμόρφωση της ψυχικής φυσιογνωμίας.
Αυτή η συνύπαρξη , η συναισθηματική συνάντηση, η άρρηκτη αλληλεξάρτηση ανθρώπου - φύσης ήταν απόλυτη στην ελληνική ύπαιθρο και μάλιστα σε εποχές που η τεχνολογία και η βιομηχανική παραγωγή ήταν ανύπαρκτες στις περιφερειακές ζώνες της Ελληνικής Επικράτειας.
Όχι μόνο το φυσικό, αλλά και το μεταφυσικό ίσως το εξωλογικό στοιχείο είναι έντονα ενεργό στη συνείδηση ενός μικρού παιδιού. Το προμήνυμα, το προφητικό όνειρο του θανάτου της μητέρας του, είναι πολύ εναργές.
Γράφει ο ίδιος ο αφηγητής : «έβλεπα ότι περπατούσαμε με τη μάνα μου ... και από πίσω μας κυνηγούσε μια γυναίκα, κοντή κι' αδύνατη, μ' ένα παλιό φουστάνι κι ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, που της σκέπαζε το μισό πρόσωπο ... Και καθώς τρέχαμε στον ανήφορο εμένα μου κοβόταν τα γόνατα και μόλις η μάνα μου έστριβε στη γωνία .... μ’ άρπαζε εκείνη η γυναίκα και χανόταν στην άβυσσο...
Μια κορυφαία στιγμή των αναμνήσεων, ένα στίγμα της ζωής, της ζωής όλων μας, μια ένδειξη της ψυχικής ιδιοσυστασίας της ελληνικής ψυχής και ψυχοσύνθεσης, που πιστεύει στη μοίρα του, στην τύχη, στο πεπρωμένο του, στα προδιαγραμμένα σχέδια της ζωής του με αποφάσεις επέκεινα των ανθρωπίνων και γι’ αυτό αμετάκλητες.
Αλλά ο μικρός Χρόνης που μετράει τ' άστρα μαθαίνει και ποιήματα και μάλιστα με τρόπο συνωμοτικό . Και στα μύχια της συνωμοσίας τον μυεί η θεία του Θοδώρω, η οποία αναλαμβάνει και τον ρόλο του σκηνοθέτη της θεατρικής του απαγγελίας. Για το περιεχόμενο του ποιήματος ας μη μιλήσουμε άλλωστε και ο μικρός Χρόνης είναι τάφος. Και έρχεται η μεγάλη στιγμή. Ο μικρός μεγάλος θεατράνθρωπος αρχίζει.
Ένα χωριό καμάρωνε.
Με τον καλό παπά του κ.κ.λ. εκθειάζει τον παπά, αλλά δεν επέρασε καιρός και ο παπάς μεθούσε νύκτα μέρα και τα παιδιά τον φώναζαν παπά - κρασοπατέρα ...
Η όλη σκηνή εκτυλίσσεται μπροστά στους αποσβολωμένους δασκάλους, προέδρους, αλλά κυρίως τον παπά του χωριού , τον «φημισμένο» σε εισαγ. Παπά-Δημήτρη.
Αυτό που πρέπει ν' αναφέρουμε κλείνοντας το α' μέρος είναι οι αναφορές του αφηγητή στην ντοπιολαλιά, & αυτό το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα των συγκοπτόμένων φωνηέντων και στον συμφυρμό των συμφώνων, που συναντάται κυρίως στην ηπειρωτική και Θεσσαλική διάλεκτο : αναφέρει : ... Και τι δεν τσκάναμαν τσ’ γίδας κι' εγώ κι' η Βασίλω. Και ζεστό κουρκουτ’ τσδόκαμαν με το στανιό και τα κάρνα τσίριξαμαν και λαδ' απ' το καντήλ' τμποτίσαμεν κι' αγκουμπετ η γίδα ξαπλώθηκε σιαδ'. Λατσαρίσκε κι' ψόφσε .. εκεί στο σαϊβάν να τσβγάλς το τομάρ να καζαντήσεις ....
Όποιος κατάλαβε κατάλαβε
Σ' εποχές κρίσης όχι μόνο οικονομικής αλλά κυρίως κρίσης ηθικής, ισοπέδωσης των παραδόσεων, συρρίκνωσης και αφυδάτωσης της εθνικής μας συνείδησης, σήμερα που η ιστορία κατασκευάζεται σύμφωνα με τις νέες κατασκευές της πολυπολιτισμικότητας, ένας αφηγητής απ' τη Βρυσούλα «απ' αυτόν τον μικρό και φτωχό τόπο» όπως λέει ο ίδιος γράφει ιστορία στα 12 του χρόνια και γράφει για την ιστορία.
Να μου επιτραπεί να εκφράσω μια άποψη. Για κεφάλαια που αναφέρονται στον πόλεμο είναι τα καλλίτερα, όπως ο ίδιος ο αφηγητής αναφέρει «είναι μια παρακαταθήκη για τα παιδιά και τα εγγόνια μας, για να μάθουν πως ήταν ο τόπος μας, πως ζούσαν οι άνθρωποι» και τολμώ να προσθέσω και για να μάθουν ότι ένας πόλεμος διεξάγεται δίπλα μας, στα σπίτια μας, στα χωράφια μας, σ' αμπέλια μας και όχι στις οθόνες της τηλεόρασης.
Γράφει ο ίδιος : Ήταν Γερμανοί με όπλα... Τρείς ήταν καβάλα σε κόκκινα ψηλά άλογα με σέλα ... Πήραν δύο κασόνια και μπήκαν μέσα στ’ αμπέλι... μετά πήγαν λίγο πιο πάνω, στ’ αμπέλι του χαρισμάστρα ... στ’ αμπέλι του Βαγγελ' Γάτου, απόλυτα κυρίαρχοι ... η όπως αναφέρει σε ένα άλλο σημείο .... Πηγαίναμε με τη μανίτσα για το σπίτι της φωτομπάτζαινας και ήμασταν στον Κούφαλο στην άκρη προς τη Γραβύλα, όταν ακούσαμε τ' αεροπλάνα. Κάτσαμε κάτω, εκεί στο λίσβα. Ένα αεροπλάνο πέρασε πολύ - πολύ χαμηλά, πάνω απ' τα δέντρα του Αη Γιάννη και έρριξε ...
Η μανίτσα με τράβηξε κοντά της και μούπε «ψχήμ, ψχήμ, μη σκιάζεσαι, σ’ έχω εγώ».
Μια μεγάλη αγκαλιά και δύο λέξεις: μη σκιάζεσαι σ’ έχω εγώ. Η γιγαντιαία αγάπη που ξορκίζει τον πόλεμο και την απόλυτη αναίρεση του αυτονόητου με δύο λέξεις.
Η Ελληνική γλώσσα έχει ένα χάρισμα . Μ' απλές καθημερινές λέξεις, ρηματικές προτάσεις, εκφράζει τα πιο μεγάλα θέματα. Οι λέξεις απλές καθημερινές, ταιριάζουν καλλίτερα στον προφορικό λόγο. Άλλωστε αυτός είναι και ο στόχος του αφηγητή. Να διηγηθεί, να εξομολογηθεί, και να σου εμπιστευτεί τις αναμνήσεις του και αυτό γίνεται σε ευθύ ρηματικό λόγο.
Ο Μεγάλος αυθεντικός συγγραφέας ο Μακρυγιάννης μ' αυτό τον ελληνικό τρόπο έκφρασης, γράφει τα απομνημονεύματα του.
-Ήλθε ο Ντενίς γράφει - Εδώ θα πολεμήσετε ; με ρώτησε .
-Εδώ, απάντησα - οι θέσεις σας είναι αδύνατη, είπε.
-Είναι όμως δευνατός ο Θεός, είπα - Tres Bien, είπε ο Ντερνίς κι' έφυγε. Σε δύο λέξεις περιέχεται όλη η διπλωματία της Ευρώπης για το Ελληνικό ζήτημα.
Ακούστε τώρα ένα απόσπασμα τόσο απλό και γι' αυτό συγκλονιστικό. Γράφει σε ένα σημείο.
-Το Σάββατο το δειλινό πήγαινα με πολύ χαρά στους παππούδες μου στη Βρυσούλα παρέα με τον Λευτέρη, που με μάθαινε στο δρόμο να σφυρίζω με τα δάκτυλα ... Τη Δευτέρα το πρωί, ο Λευτέρης με έπαιρνε πάλι για το Ριζό και στο δρόμο, καμιά φορά , μου χουχούλιζε τα χέρια που μαύριζαν απ' την παγωνιά.
Τόσο τρυφερή και συγκινητική σκηνή, τόσο τρυφερή εικόνα δύο μικρών παιδιών σε παγωμένους καιρούς και χρόνους.
Ποιος ευφάνταστος και ευαίσθητος σκηνοθέτης θα μπορούσε να συλλάβει αυτή την εικόνα ; Και πως η μνήμη αυτής της ευαίσθητης σκηνής, συνύπαρξης, αλληλοβοήθειας, διατηρήθηκε τόσο φρέσκια για 70 σχεδόν ολόκληρα χρόνια ;
Η ζωή όμως γράφει τη δική της ιστορία, σκηνοθετεί τα δικά της σενάρια, που και η κινηματογραφική τέχνη αδυνατεί να φανταστεί...
Λίγα χρόνια αργότερα στα πέτρινα χρόνια του πολέμου, της αντίστασης και του εμφυλίου σπαραγμού ο αφηγητής διηγείται : με έκπληξη είδαμε έξι - οκτώ άνδρες με όπλα .. πρόσεξα και είδα το γελαστό και ροδοκόκκινο πρόσωπο του Λευτέρη... Είχα κάποια χρόνια να τον δω ... και όπως ήταν ντυμένος , σαν Γερμανός, το ίδιο με τον καπετάνιο δεν ήμουν σίγουρος... δεν του μίλησα.
Αργότερα τον καπετάνιο απ' την Λεπτοκαρυά τον είδε δύο ώρες πριν σκοτωθεί...
Ποιός πολιτικός ή οικονομικός αναλυτής θα μπορούσε να διεισδύσει στα γεγονότα μ' αυτό τον σαφή ανθρώπινο τρόπο ; Πως αλλιώς να περιγράψεις την αποξένωση και την αλλοτρίωση των ανθρώπων που γεννάει ο τρόμος του πολέμου και των συρράξεων ;
Τα κεφάλαια «Η μάχη της Βρυσούλας» και το «είδα τον καπετάνιο δύο ώρες πριν σκοτωθεί» διαθέτουν μια γραφή που αποτυπώνεται με ένα σχήμα οξύμωρο συνειρμικό και συγχρόνως παράλογο όλη η παράνοια του πολέμου, η βαρβαρότητα με τους έγκλειστους στο σχολείο και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του 12 χρόνου Χρόνη.
Ο αφηγητής σίγουρα διαθέτει λογοτεχνική ρίζα γιατί αυτή η περιγραφή αυτής της παράνοιας είναι αξιοπρόσεκτη.
Πόση παιδική μνήμη αλήθεια πρέπει να διαθέσει κανείς για όλη αυτή τη συνειρμική απόδοση των αναμνήσεων ;
Αυτό που είναι αξιομνημόνευτο στη γραφή είναι ότι ενώ ο ίδιος ο αφηγητής - παιδί συμμετέχει στα γεγονότα με προσωπική επαφή και είναι προσωπικά του βιώματα αναφέρονται με ελεγχόμενη συναισθηματική αφήγηση.
Διακρίνεται ένας ορθολογισμός, αναλυτική σκέψη και συγχρόνως μια νεανικότητα και φρεσκάδα στο γράψιμο, φιλτράροντας το υλικό του μέσα από την νεανική ή και παιδική θέαση των γεγονότων.
Έτσι πλέον ο αφηγητής συγγραφέας συνειδητά δεν φορτίζει τη λέξη, δεν υπάρχει αυτό που λέμε συγκινησιακή χρήση της γλώσσας , αλλά η σαφήνεια με τη μονοσήμαντη χρήση της πετυχαίνει μια τέλεια μορφή επικοινωνίας.
Από πλευράς περιεχομένου ο χρόνος απάλυνε τις γωνίες. Διαχέεται παντού μια επιείκεια, μια κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης, καμιά μεμψιμοιρία, κανένα κλάμα παιδιού, όλα γραμμένα με την ματιά ενός αρρενωπού αγοριού, που σμίλεψε τα γεγονότα μέσα απ' τον χρόνο.
Γι' αυτό και η καταγραφή δεν είναι μια κατάθεση ψυχής, αλλά μια κατάθεση ζωής.
Τα γεγονότα αποτυπώνονται τόσο ανεξίτηλα στη μνήμη αυτού του μικρού παιδιού, που είναι αξιοθαύμαστη η περιγραφή των εικόνων, που διατηρούνται φρέσκες, χρωματιστές, αληθινές στη μνήμη για τόσα χρόνια.
Γράφει σ’ ένα κεφάλαιο με τίτλο «Πανικός και άτακτη φυγή».
«Μετά την εξαφάνιση από τα μάτια μας, του παρατεταγμένου λόχου στον Κούφαλο του Αη Γιάννη και του Καβαλάρη λοχαγού Κουρκούμπα στο βάθος του δρόμου, μετά τα δέντρα του Αη Γιάννη και της πολυβολικές ριπές που έρριξαν καταλάβαμε με τον Βασίλη, παιδικό του φίλο, ότι ξεκίνησε ο πόλεμος ... και ένα βράδυ ένας χωριανός μας άρχισε να φωνάζει - φεύγετε χωριανοί...
Αλαφιασμένος ο κόσμος μέσα στη νύκτα άρπαξε ότι πρόλαβε, άρπαξε τα παιδιά του και κάποιους γέρους και έφτασε στη ράχη του Γκενησιού ... όπου έδινε τον καλλίτερο στόχο ...
Η εικονοδυναμική περιγραφή αυτού του επεισοδίου και όσα ακολούθησαν είναι δοσμένα με τέτοιο τρόπο που φαντάζουν οδηγίες ενός σεναριογράφου - σκηνοθέτη για να γυριστεί μια άρτια αντιπολεμική ταινία.
Όλο το βιβλίο, όλες αυτές οι αναμνήσεις έχουν ένα έντονο αντιπολεμικό χαρακτήρα χωρίς κραυγή , αλλά μ' αυτό που λέμε εκκωφαντική σιωπή, που βάζει τους ανθρώπους σε σκέψεις και δίνει συναισθήματα. Είναι μια καταγγελία του εμφύλιου πολέμου με τις αναφορές στη λαϊκή σοφία του πατέρα του, με αναφορές στην αντίσταση, στην εμπλοκή στον εμφύλιο άμεσα συγγενικών του προσώπων και προσώπων της διπλανής πόρτας.
Και όλες αυτές οι ιστορίες αποτυπώθηκαν στη μνήμη με την αθωότητα ενός 12χρονου παιδιού και αποδόθηκαν στη γραφή με τη μνήμη ενός ενήλικα. Και αυτό από μόνο του αποτελεί μια πρόκληση.
Ξέρεις, Λένε κάποιοι σοφοί: για να πας μακριά πρέπει να ξέρεις από πού έρχεσαι... και ο συγγραφέας του βιβλίου φρόντισε γι' αυτό. Η βάφτιση, τα βαφτίσια όπως λέει, ο γάμος, αυτές οι κοινωνικές σχέσεις που συσφίγγουν τους κοινωνικούς δεσμούς γινόταν σχεδόν μια μεγάλη οικογενειακή γιορτή.
«Στη μεσαία σειρά έβαζαν τα βαθιά χαλκοματένια ζαγάνια με το γιαχνί και στις άλλες δυό, στις χαμηλότερες, καθόταν οι καλεσμένοι. Μια - δυο μέρες νωρίτερα από το σπίτι του γαμπρού και της νύφης δανείζονταν ζαγάνια και κουταλοπήρουνα ...
Τα ζαγάνια, η πλόσκα ή τρότσκα .... Χαρακτηριστικά και απαραίτητα σκεύη ....
Ένα στοιχείο σημαντικό και συγκλονιστικό που δεν συναντιέται σ' άλλα μέρη παρά μόνο στην Ήπειρο είναι αυτό ; οι οργανοπαίχτες, ξεκίναγαν μ' ένα μοιρολόι ως φόρο τιμής προς τους ... προγονούς και συνέχιζαν με χορευτικά τραγούδια...
Το βιβλίο νιώθει ένα χρέος : αφ' ενός ν' αφήσει μια παρακαταθήκη στα παιδιά και εγγόνια μας, όπως λέει, και να εξομολογηθεί και να ομολογήσει την αγάπη του γι' αυτή τη μικρή πατρίδα.
Ο ίδιος γράφει συγκινητικά : Έγραφα για την πατρίδα , πατρίδα μου : Για το σχολειό που πήγα... για τον τόπο που χάρηκα και πόνεσα και έκλαψα. Για τις πέτρες που έκατσα... και τα λιθάρια που πετροβόλισα για το χωριό μου που αγάπησα και τόβαλα στην καρδιά μου...
Διάβασα προχθές ένα σύνθημα τοίχου κάπου στην Αθήνα :
Κάποτε κλαίγαμε για το χωριό μας σήμερα κλαίμε για τις τράπεζες ...
Και γι' αυτό χρωστούμε «χάριτες» σε συγγραφείς και βιβλία που μας κάνουν ακόμη να κλαίμε για το χωριό μας... και όχι για τις τράπεζες.
Και αυτό το βιβλίο με τις μικρές - μεγάλες δυνάμεις θα βοηθήσει κυρίως τον νέο σήμερα να μη χαθεί στα κοσμοπολίτικα κέντρα και στις άγνωστες γειτονιές , γιατί θα έχει ταυτότητα που του την παρέχει η αυτογνωσία της ύπαρξης του.
Διαβάζοντας το έργο, πολλές φορές αναρωτήθηκα, τι είναι αυτό το βιβλίο ; Είναι οι μνήμες ενός 12 χρόνου παιδιού ; Είναι η αφήγηση ενός ενήλικα ; Είναι η μετάδοση πείρας στους νεώτερους ; Είναι ιστορική πηγή ; Χωρίς να βάλουμε ετικέτες στα πράγματα όλα αυτά είναι ένα .
Και το βιβλίο τα περικλείει όλα αυτά.
Έχω όμως μια υποψία, ότι ο συγγραφέας με ξεγέλασε, με άφησε να πιστέψω ότι μπορεί να είναι όλα αυτά, αλλά εγώ κατάλαβα ότι είναι μόνο ένα και το κρυφάκουσα : Είναι η συνομιλία, η κουβέντα, η εξομολόγηση που κάνει ένα μικρό παιδί, το παιδί της φωτογραφίας του εξώφυλλου στη μητέρα του, στη μάνα του, γιατί αυτή έφυγε νωρίς.
Ευχαριστώ
ΑΡΙΣΤΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Στο 1° κεφ. Αναφέρεται στη Μαρίκα της Μανίτσας, στις Μπουφιάρες της θείας Βασίλως, στον Κίτσο, το άλογο. Αλλωστε ο ίδιος στον πρόλογο του αναφέρει ότι οι αναμνήσεις απορρέουν και ακουμπούν και στα ζώα που μας συντρόφευαν, σύσσωμη η φύση στη διαμόρφωση της ψυχικής φυσιογνωμίας.
Αυτή η συνύπαρξη , η συναισθηματική συνάντηση, η άρρηκτη αλληλεξάρτηση ανθρώπου - φύσης ήταν απόλυτη στην ελληνική ύπαιθρο και μάλιστα σε εποχές που η τεχνολογία και η βιομηχανική παραγωγή ήταν ανύπαρκτες στις περιφερειακές ζώνες της Ελληνικής Επικράτειας.
Όχι μόνο το φυσικό, αλλά και το μεταφυσικό ίσως το εξωλογικό στοιχείο είναι έντονα ενεργό στη συνείδηση ενός μικρού παιδιού. Το προμήνυμα, το προφητικό όνειρο του θανάτου της μητέρας του, είναι πολύ εναργές.
Γράφει ο ίδιος ο αφηγητής : «έβλεπα ότι περπατούσαμε με τη μάνα μου ... και από πίσω μας κυνηγούσε μια γυναίκα, κοντή κι' αδύνατη, μ' ένα παλιό φουστάνι κι ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, που της σκέπαζε το μισό πρόσωπο ... Και καθώς τρέχαμε στον ανήφορο εμένα μου κοβόταν τα γόνατα και μόλις η μάνα μου έστριβε στη γωνία .... μ’ άρπαζε εκείνη η γυναίκα και χανόταν στην άβυσσο...
Μια κορυφαία στιγμή των αναμνήσεων, ένα στίγμα της ζωής, της ζωής όλων μας, μια ένδειξη της ψυχικής ιδιοσυστασίας της ελληνικής ψυχής και ψυχοσύνθεσης, που πιστεύει στη μοίρα του, στην τύχη, στο πεπρωμένο του, στα προδιαγραμμένα σχέδια της ζωής του με αποφάσεις επέκεινα των ανθρωπίνων και γι’ αυτό αμετάκλητες.
Αλλά ο μικρός Χρόνης που μετράει τ' άστρα μαθαίνει και ποιήματα και μάλιστα με τρόπο συνωμοτικό . Και στα μύχια της συνωμοσίας τον μυεί η θεία του Θοδώρω, η οποία αναλαμβάνει και τον ρόλο του σκηνοθέτη της θεατρικής του απαγγελίας. Για το περιεχόμενο του ποιήματος ας μη μιλήσουμε άλλωστε και ο μικρός Χρόνης είναι τάφος. Και έρχεται η μεγάλη στιγμή. Ο μικρός μεγάλος θεατράνθρωπος αρχίζει.
Ένα χωριό καμάρωνε.
Με τον καλό παπά του κ.κ.λ. εκθειάζει τον παπά, αλλά δεν επέρασε καιρός και ο παπάς μεθούσε νύκτα μέρα και τα παιδιά τον φώναζαν παπά - κρασοπατέρα ...
Η όλη σκηνή εκτυλίσσεται μπροστά στους αποσβολωμένους δασκάλους, προέδρους, αλλά κυρίως τον παπά του χωριού , τον «φημισμένο» σε εισαγ. Παπά-Δημήτρη.
Αυτό που πρέπει ν' αναφέρουμε κλείνοντας το α' μέρος είναι οι αναφορές του αφηγητή στην ντοπιολαλιά, & αυτό το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα των συγκοπτόμένων φωνηέντων και στον συμφυρμό των συμφώνων, που συναντάται κυρίως στην ηπειρωτική και Θεσσαλική διάλεκτο : αναφέρει : ... Και τι δεν τσκάναμαν τσ’ γίδας κι' εγώ κι' η Βασίλω. Και ζεστό κουρκουτ’ τσδόκαμαν με το στανιό και τα κάρνα τσίριξαμαν και λαδ' απ' το καντήλ' τμποτίσαμεν κι' αγκουμπετ η γίδα ξαπλώθηκε σιαδ'. Λατσαρίσκε κι' ψόφσε .. εκεί στο σαϊβάν να τσβγάλς το τομάρ να καζαντήσεις ....
Όποιος κατάλαβε κατάλαβε
Σ' εποχές κρίσης όχι μόνο οικονομικής αλλά κυρίως κρίσης ηθικής, ισοπέδωσης των παραδόσεων, συρρίκνωσης και αφυδάτωσης της εθνικής μας συνείδησης, σήμερα που η ιστορία κατασκευάζεται σύμφωνα με τις νέες κατασκευές της πολυπολιτισμικότητας, ένας αφηγητής απ' τη Βρυσούλα «απ' αυτόν τον μικρό και φτωχό τόπο» όπως λέει ο ίδιος γράφει ιστορία στα 12 του χρόνια και γράφει για την ιστορία.
Να μου επιτραπεί να εκφράσω μια άποψη. Για κεφάλαια που αναφέρονται στον πόλεμο είναι τα καλλίτερα, όπως ο ίδιος ο αφηγητής αναφέρει «είναι μια παρακαταθήκη για τα παιδιά και τα εγγόνια μας, για να μάθουν πως ήταν ο τόπος μας, πως ζούσαν οι άνθρωποι» και τολμώ να προσθέσω και για να μάθουν ότι ένας πόλεμος διεξάγεται δίπλα μας, στα σπίτια μας, στα χωράφια μας, σ' αμπέλια μας και όχι στις οθόνες της τηλεόρασης.
Γράφει ο ίδιος : Ήταν Γερμανοί με όπλα... Τρείς ήταν καβάλα σε κόκκινα ψηλά άλογα με σέλα ... Πήραν δύο κασόνια και μπήκαν μέσα στ’ αμπέλι... μετά πήγαν λίγο πιο πάνω, στ’ αμπέλι του χαρισμάστρα ... στ’ αμπέλι του Βαγγελ' Γάτου, απόλυτα κυρίαρχοι ... η όπως αναφέρει σε ένα άλλο σημείο .... Πηγαίναμε με τη μανίτσα για το σπίτι της φωτομπάτζαινας και ήμασταν στον Κούφαλο στην άκρη προς τη Γραβύλα, όταν ακούσαμε τ' αεροπλάνα. Κάτσαμε κάτω, εκεί στο λίσβα. Ένα αεροπλάνο πέρασε πολύ - πολύ χαμηλά, πάνω απ' τα δέντρα του Αη Γιάννη και έρριξε ...
Η μανίτσα με τράβηξε κοντά της και μούπε «ψχήμ, ψχήμ, μη σκιάζεσαι, σ’ έχω εγώ».
Μια μεγάλη αγκαλιά και δύο λέξεις: μη σκιάζεσαι σ’ έχω εγώ. Η γιγαντιαία αγάπη που ξορκίζει τον πόλεμο και την απόλυτη αναίρεση του αυτονόητου με δύο λέξεις.
Η Ελληνική γλώσσα έχει ένα χάρισμα . Μ' απλές καθημερινές λέξεις, ρηματικές προτάσεις, εκφράζει τα πιο μεγάλα θέματα. Οι λέξεις απλές καθημερινές, ταιριάζουν καλλίτερα στον προφορικό λόγο. Άλλωστε αυτός είναι και ο στόχος του αφηγητή. Να διηγηθεί, να εξομολογηθεί, και να σου εμπιστευτεί τις αναμνήσεις του και αυτό γίνεται σε ευθύ ρηματικό λόγο.
Ο Μεγάλος αυθεντικός συγγραφέας ο Μακρυγιάννης μ' αυτό τον ελληνικό τρόπο έκφρασης, γράφει τα απομνημονεύματα του.
-Ήλθε ο Ντενίς γράφει - Εδώ θα πολεμήσετε ; με ρώτησε .
-Εδώ, απάντησα - οι θέσεις σας είναι αδύνατη, είπε.
-Είναι όμως δευνατός ο Θεός, είπα - Tres Bien, είπε ο Ντερνίς κι' έφυγε. Σε δύο λέξεις περιέχεται όλη η διπλωματία της Ευρώπης για το Ελληνικό ζήτημα.
Ακούστε τώρα ένα απόσπασμα τόσο απλό και γι' αυτό συγκλονιστικό. Γράφει σε ένα σημείο.
-Το Σάββατο το δειλινό πήγαινα με πολύ χαρά στους παππούδες μου στη Βρυσούλα παρέα με τον Λευτέρη, που με μάθαινε στο δρόμο να σφυρίζω με τα δάκτυλα ... Τη Δευτέρα το πρωί, ο Λευτέρης με έπαιρνε πάλι για το Ριζό και στο δρόμο, καμιά φορά , μου χουχούλιζε τα χέρια που μαύριζαν απ' την παγωνιά.
Τόσο τρυφερή και συγκινητική σκηνή, τόσο τρυφερή εικόνα δύο μικρών παιδιών σε παγωμένους καιρούς και χρόνους.
Ποιος ευφάνταστος και ευαίσθητος σκηνοθέτης θα μπορούσε να συλλάβει αυτή την εικόνα ; Και πως η μνήμη αυτής της ευαίσθητης σκηνής, συνύπαρξης, αλληλοβοήθειας, διατηρήθηκε τόσο φρέσκια για 70 σχεδόν ολόκληρα χρόνια ;
Η ζωή όμως γράφει τη δική της ιστορία, σκηνοθετεί τα δικά της σενάρια, που και η κινηματογραφική τέχνη αδυνατεί να φανταστεί...
Λίγα χρόνια αργότερα στα πέτρινα χρόνια του πολέμου, της αντίστασης και του εμφυλίου σπαραγμού ο αφηγητής διηγείται : με έκπληξη είδαμε έξι - οκτώ άνδρες με όπλα .. πρόσεξα και είδα το γελαστό και ροδοκόκκινο πρόσωπο του Λευτέρη... Είχα κάποια χρόνια να τον δω ... και όπως ήταν ντυμένος , σαν Γερμανός, το ίδιο με τον καπετάνιο δεν ήμουν σίγουρος... δεν του μίλησα.
Αργότερα τον καπετάνιο απ' την Λεπτοκαρυά τον είδε δύο ώρες πριν σκοτωθεί...
Ποιός πολιτικός ή οικονομικός αναλυτής θα μπορούσε να διεισδύσει στα γεγονότα μ' αυτό τον σαφή ανθρώπινο τρόπο ; Πως αλλιώς να περιγράψεις την αποξένωση και την αλλοτρίωση των ανθρώπων που γεννάει ο τρόμος του πολέμου και των συρράξεων ;
Τα κεφάλαια «Η μάχη της Βρυσούλας» και το «είδα τον καπετάνιο δύο ώρες πριν σκοτωθεί» διαθέτουν μια γραφή που αποτυπώνεται με ένα σχήμα οξύμωρο συνειρμικό και συγχρόνως παράλογο όλη η παράνοια του πολέμου, η βαρβαρότητα με τους έγκλειστους στο σχολείο και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του 12 χρόνου Χρόνη.
Ο αφηγητής σίγουρα διαθέτει λογοτεχνική ρίζα γιατί αυτή η περιγραφή αυτής της παράνοιας είναι αξιοπρόσεκτη.
Πόση παιδική μνήμη αλήθεια πρέπει να διαθέσει κανείς για όλη αυτή τη συνειρμική απόδοση των αναμνήσεων ;
Αυτό που είναι αξιομνημόνευτο στη γραφή είναι ότι ενώ ο ίδιος ο αφηγητής - παιδί συμμετέχει στα γεγονότα με προσωπική επαφή και είναι προσωπικά του βιώματα αναφέρονται με ελεγχόμενη συναισθηματική αφήγηση.
Διακρίνεται ένας ορθολογισμός, αναλυτική σκέψη και συγχρόνως μια νεανικότητα και φρεσκάδα στο γράψιμο, φιλτράροντας το υλικό του μέσα από την νεανική ή και παιδική θέαση των γεγονότων.
Έτσι πλέον ο αφηγητής συγγραφέας συνειδητά δεν φορτίζει τη λέξη, δεν υπάρχει αυτό που λέμε συγκινησιακή χρήση της γλώσσας , αλλά η σαφήνεια με τη μονοσήμαντη χρήση της πετυχαίνει μια τέλεια μορφή επικοινωνίας.
Από πλευράς περιεχομένου ο χρόνος απάλυνε τις γωνίες. Διαχέεται παντού μια επιείκεια, μια κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης, καμιά μεμψιμοιρία, κανένα κλάμα παιδιού, όλα γραμμένα με την ματιά ενός αρρενωπού αγοριού, που σμίλεψε τα γεγονότα μέσα απ' τον χρόνο.
Γι' αυτό και η καταγραφή δεν είναι μια κατάθεση ψυχής, αλλά μια κατάθεση ζωής.
Τα γεγονότα αποτυπώνονται τόσο ανεξίτηλα στη μνήμη αυτού του μικρού παιδιού, που είναι αξιοθαύμαστη η περιγραφή των εικόνων, που διατηρούνται φρέσκες, χρωματιστές, αληθινές στη μνήμη για τόσα χρόνια.
Γράφει σ’ ένα κεφάλαιο με τίτλο «Πανικός και άτακτη φυγή».
«Μετά την εξαφάνιση από τα μάτια μας, του παρατεταγμένου λόχου στον Κούφαλο του Αη Γιάννη και του Καβαλάρη λοχαγού Κουρκούμπα στο βάθος του δρόμου, μετά τα δέντρα του Αη Γιάννη και της πολυβολικές ριπές που έρριξαν καταλάβαμε με τον Βασίλη, παιδικό του φίλο, ότι ξεκίνησε ο πόλεμος ... και ένα βράδυ ένας χωριανός μας άρχισε να φωνάζει - φεύγετε χωριανοί...
Αλαφιασμένος ο κόσμος μέσα στη νύκτα άρπαξε ότι πρόλαβε, άρπαξε τα παιδιά του και κάποιους γέρους και έφτασε στη ράχη του Γκενησιού ... όπου έδινε τον καλλίτερο στόχο ...
Η εικονοδυναμική περιγραφή αυτού του επεισοδίου και όσα ακολούθησαν είναι δοσμένα με τέτοιο τρόπο που φαντάζουν οδηγίες ενός σεναριογράφου - σκηνοθέτη για να γυριστεί μια άρτια αντιπολεμική ταινία.
Όλο το βιβλίο, όλες αυτές οι αναμνήσεις έχουν ένα έντονο αντιπολεμικό χαρακτήρα χωρίς κραυγή , αλλά μ' αυτό που λέμε εκκωφαντική σιωπή, που βάζει τους ανθρώπους σε σκέψεις και δίνει συναισθήματα. Είναι μια καταγγελία του εμφύλιου πολέμου με τις αναφορές στη λαϊκή σοφία του πατέρα του, με αναφορές στην αντίσταση, στην εμπλοκή στον εμφύλιο άμεσα συγγενικών του προσώπων και προσώπων της διπλανής πόρτας.
Και όλες αυτές οι ιστορίες αποτυπώθηκαν στη μνήμη με την αθωότητα ενός 12χρονου παιδιού και αποδόθηκαν στη γραφή με τη μνήμη ενός ενήλικα. Και αυτό από μόνο του αποτελεί μια πρόκληση.
Ξέρεις, Λένε κάποιοι σοφοί: για να πας μακριά πρέπει να ξέρεις από πού έρχεσαι... και ο συγγραφέας του βιβλίου φρόντισε γι' αυτό. Η βάφτιση, τα βαφτίσια όπως λέει, ο γάμος, αυτές οι κοινωνικές σχέσεις που συσφίγγουν τους κοινωνικούς δεσμούς γινόταν σχεδόν μια μεγάλη οικογενειακή γιορτή.
«Στη μεσαία σειρά έβαζαν τα βαθιά χαλκοματένια ζαγάνια με το γιαχνί και στις άλλες δυό, στις χαμηλότερες, καθόταν οι καλεσμένοι. Μια - δυο μέρες νωρίτερα από το σπίτι του γαμπρού και της νύφης δανείζονταν ζαγάνια και κουταλοπήρουνα ...
Τα ζαγάνια, η πλόσκα ή τρότσκα .... Χαρακτηριστικά και απαραίτητα σκεύη ....
Ένα στοιχείο σημαντικό και συγκλονιστικό που δεν συναντιέται σ' άλλα μέρη παρά μόνο στην Ήπειρο είναι αυτό ; οι οργανοπαίχτες, ξεκίναγαν μ' ένα μοιρολόι ως φόρο τιμής προς τους ... προγονούς και συνέχιζαν με χορευτικά τραγούδια...
Το βιβλίο νιώθει ένα χρέος : αφ' ενός ν' αφήσει μια παρακαταθήκη στα παιδιά και εγγόνια μας, όπως λέει, και να εξομολογηθεί και να ομολογήσει την αγάπη του γι' αυτή τη μικρή πατρίδα.
Ο ίδιος γράφει συγκινητικά : Έγραφα για την πατρίδα , πατρίδα μου : Για το σχολειό που πήγα... για τον τόπο που χάρηκα και πόνεσα και έκλαψα. Για τις πέτρες που έκατσα... και τα λιθάρια που πετροβόλισα για το χωριό μου που αγάπησα και τόβαλα στην καρδιά μου...
Διάβασα προχθές ένα σύνθημα τοίχου κάπου στην Αθήνα :
Κάποτε κλαίγαμε για το χωριό μας σήμερα κλαίμε για τις τράπεζες ...
Και γι' αυτό χρωστούμε «χάριτες» σε συγγραφείς και βιβλία που μας κάνουν ακόμη να κλαίμε για το χωριό μας... και όχι για τις τράπεζες.
Και αυτό το βιβλίο με τις μικρές - μεγάλες δυνάμεις θα βοηθήσει κυρίως τον νέο σήμερα να μη χαθεί στα κοσμοπολίτικα κέντρα και στις άγνωστες γειτονιές , γιατί θα έχει ταυτότητα που του την παρέχει η αυτογνωσία της ύπαρξης του.
Διαβάζοντας το έργο, πολλές φορές αναρωτήθηκα, τι είναι αυτό το βιβλίο ; Είναι οι μνήμες ενός 12 χρόνου παιδιού ; Είναι η αφήγηση ενός ενήλικα ; Είναι η μετάδοση πείρας στους νεώτερους ; Είναι ιστορική πηγή ; Χωρίς να βάλουμε ετικέτες στα πράγματα όλα αυτά είναι ένα .
Και το βιβλίο τα περικλείει όλα αυτά.
Έχω όμως μια υποψία, ότι ο συγγραφέας με ξεγέλασε, με άφησε να πιστέψω ότι μπορεί να είναι όλα αυτά, αλλά εγώ κατάλαβα ότι είναι μόνο ένα και το κρυφάκουσα : Είναι η συνομιλία, η κουβέντα, η εξομολόγηση που κάνει ένα μικρό παιδί, το παιδί της φωτογραφίας του εξώφυλλου στη μητέρα του, στη μάνα του, γιατί αυτή έφυγε νωρίς.
Ευχαριστώ
ΑΡΙΣΤΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου